Σφάλμα
  • JUser::_load: Unable to load user with id: 74

Ζούμε έναν εφιάλτη

Γράφτηκε από
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(29 ψήφοι)

Σε έναν κόσμο που το αύριο είναι σίγουρα αβέβαιο. Που το καλημέρα μοιάζει με βρισιά. Που η αμορφωσιά μάς έχει κάνει έρμαια του σύμπαντος και του κάθε τυχάρπαστου που θέλει τη δύναμη ενός λαού για να κάνει τα δικά του. Ο λαός της κωλοτούμπας.

Ο λαός του θαθατισμού και του ωχαδερφισμού. Εμείς! Μάθαμε να ρίχνουμε πάντα το φταίξιμο στους άλλους. Να μη διεκδικούμε. Να μη ζούμε. Η ανάσα ήταν αναγκαστική. Χωρίς σκέψη, γιατί μας είπαν ότι αλλιώς πεθαίνουμε. Και που ανάσανα τόσα χρόνια τι κατάφερα; Νεκρή ήμουν. Νεκροί είμαστε. Δεν ψάξαμε. Δε ρωτήσαμε. Δε διαβάσαμε. Πάντα σκεφτόμασταν πως αποκλείεται να συμβεί σε εμάς, πως το διάβασμα ήταν για αργόσχολους. Εμείς πάντα είχαμε την τηλεόραση και κάθε χαζο-τραγουδάκι να μας ανεβάζει στα τραπέζια και να μας κάνει να ξεχνάμε το μοναδικό μας πρόβλημα. Που δεν ήταν άλλο από τα γκομενικά και φυσικά από τα γραμμάρια που πήραμε. Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ. Γιατί; Γιατί, ρε γαμώτο; Κωφοί, στραβοί, ηλίθιοι. Γίναμε υλιστές γιατί έτσι μας είπαν. Διώξαμε τα συναισθήματα για να μην πληγωθούμε. Και φτάσαμε να κοιτάμε με απάθεια τον άστεγο μέσα στο κρύο. Το παιδί που κλαίει. Το σκυλί που πεθαίνει στην άσφαλτο από το τέρας που το παράτησε. Το γατί που σε κοιτά με θλιμμένα μάτια από πείνα και εσύ το κλωτσάς. Δε θέλω. Δε θέλω, ρε. Δε θέλω. Δεχτήκαμε το θάνατο, τον πόνο, την κατάντια μας και δε μιλήσαμε στιγμή. Πες μου σε παρακαλώ... το αξίζουμε όλο αυτό;

Αλλάζω; Αλλάζεις...
Αρνούμαι να πεθάνω. Δε το συζητάω. Δε το διαπραγματεύομαι. Κόντρα σε όλα θα πάω. Θα ζήσω αιώνια. Στον παράδεισο της καρδιάς μου, του μυαλού μου. Κουράστηκα από τα ψέματα. Σιχάθηκα τα δήθεν χαμόγελα και τα γελοία συναισθήματα. Με ζάλισε το χυδαίο χιούμορ. Τα υπονοούμενα. Με κούρασαν τα γκομενικά. Δεν είναι αυτό η ουσία. Δεν ψάχνω αυτό. Δε γίνεται να γεννήθηκα γιʼ αυτό. Δε θα ζήσω μια ζωή, κλεισμένη σε ένα σπίτι, δέσμια των και καλά δικών μου ονείρων και επιλογών. Θέλω να ζήσω, όχι απλά να επιζήσω. Να ζήσω. Να ανασαίνω. Βαρέθηκα τις παρεξηγήσεις και την παρερμήνευση όσων λέω. Δεν είμαι ηλίθια, χαρά μου. Δεν μπορώ να με νοιάζει αν έχω κυτταρίτιδα και αν σου αρέσω. Γιατί απλά δε με ενδιαφέρει. Θέλω απλά να σε αγκαλιάσω, γιατί ξέρω ότι πονάς όπως και εγώ. Τρελαίνομαι αν όλο αυτό το δεις πονηρά. Όταν όλος ο ψευτό-κοσμος γκρεμίζεται δεν πρόκειται να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Δε δέχομαι το θάνατο. Δε θέλω να φοβάμαι μήπως χάσω ό,τι αγαπάω. Θέλω να πέφτω να κοιμηθώ και να νιώθω γαλήνη. Ειρήνη μέσα μου. Όλα να λειτουργούν σε πλήρη αρμονία. Θέλω να ξυπνάω και να είμαι ένα με τους ανθρώπους μου. Με τα πλάσματα που δέθηκα με την καρδιά τους. Έτσι θέλω και εσύ. Μη χάνεσαι. Μη σβήνεις. Μη τους αφήνεις να σε σβήσουν. Αξίζεις τα πάντα. Γιατί είσαι τα πάντα...

Ζεις;
Εσύ πώς μπορείς να ζεις έτσι; Να ξυπνάς και να κοιμάσαι και πάντα να είσαι υπνωτισμένος. Τυφλωμένος. Να λειτουργείς σαν ρομπότ; Άραγε, έχεις νιώσει το οξυγόνο να μπαίνει στο σώμα σου ή μόνο το θυμό, το άγχος και το φόβο νιώθεις; Όλα αυτά που σαν σαράκι σε τρώνε. Σε καταστρέφουν. Σε σκοτώνουν. Πώς γίνεται η ευτυχία σου να είναι η δυστυχία σου; Πώς επέλεξες το θάνατό σου; Γαμώτο. Ξύπνα. Αλλού είναι η ουσία. Πες μου κάτι. Όταν ξαπλώνεις, σκέφτεσαι λογαριασμούς, σχέσεις, σεξ, παιδιά, οικογένειες, το πλυντήριο που δεν άπλωσες, μα πότε προλαβαίνεις να ζήσεις; Πότε προλαβαίνεις να βρεις την καρδιά σου. Να την ακούσεις. Ξέρεις κάτι; Δεν περνά βράδυ που να μη σκέφτομαι το τέλος όλης αυτής της παρωδίας. Κάθε βράδυ αγκαλιά με το μαξιλάρι μου κλαίω. Φωνάζω, δεν αντέχω. Και όχι επειδή με νοιάζει ο εαυτός μου. Εγώ τα άνοιξα τα μάτια μου. Είδα, αισθάνθηκα. Διάλεξα δρόμο, τρόπο, ΣΠΙΤΙ. Αλλά πληγώνομαι και καίγομαι για όλους αυτούς που δε ζουν. Που εθελοτυφλούν. Κανείς δεν είπε πως είναι εύκολη η αλλαγή, αλλά και κανείς δεν είπε ότι είναι ακατόρθωτη. Άσε τους έρωτες στην άκρη, και πολέμα για όλα αυτά που γεννήθηκες. Για τη ζωή, ρε χαζό. Ζωή. Μη σταματάς να ονειρεύεσαι. Μη σταματάς να ψάχνεις και να ζητάς. Μόνο η καρδιά σου ξέρει. Σκάσε και άκουσέ την, λοιπόν, μπας και δεις Θεού πρόσωπο, που λένε. Αν με πιάνεις.

 

Ελευθερία ή θάνατος
Κάποτε, κάποιοι, ήρωες για μένα, τρελοί για άλλους, φώναζαν ελευθερία ή θάνατος. Πολέμησαν για τα πιστεύω τους, για τα θέλω τους, τα ήθη τους. Και εσύ δεν ξέρεις καν για ποιους λέμε. Ξέρεις, τρομάζω στην ιδέα πως αυτός ο τραγικός τύπου κόσμος δε θα αλλάξει. Οι βαλεριάνες σίγουρα κάποια στιγμή θα σταματούσαν να με πιάνουν και θα κυκλοφορούσα με ορό ηρεμιστικών. Μπας και με κρατήσω σε καταστολή. Γιατί δεν είμαι και στα καλά μου. Θυμώνω με τους ηλίθιους, δεν το κρύβω και διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο. Εντάξει δε λάλησα, ακόμα. αλλά κάποια στιγμή ίσως. Δεν άντεξα ποτέ τα πρέπει. Πρέπει να φας, πρέπει να γιορτάσεις, πρέπει να κλάψεις, να διαβάσεις, να περπατήσεις, να μιλήσεις, να χαμογελάσεις, να παντρευτείς, να μαγειρέψεις, να διαιωνίσεις το είδος (σιγά, ρε μεγάλε, το είδος), να γεράσεις και να πεθάνεις. Χιλιάδες εγκεφαλικά κύτταρα καθημερινά καμένα. Μόνο και μόνο για τα πρέπει που μας επέβαλαν. Εγώ, μωρέ, αλλιώς την ονειρεύομαι τη ζωή. Εξελιγμένη. Αληθινή. Ελεύθερη. Αυτό θέλω, αυτό ζητάω. Αυτό έχω. Άντε έλα και εσύ...Θα δεις, είναι αλλιώς εδώ. Είναι παράδεισος. Ζήσαμε έναν εφιάλτη. Ας ζήσουμε ένα όνειρο. Ένα παραμύθι, ονειρικό. Γιατί να ξέρεις, σε αγαπώ και χωρίς να σε ξέρω. Γιατί είσαι σαν και εμένα. Και εγώ σαν και εσένα. Κανείς δε διαφέρει. Ό,τι ηλικία, ό,τι βιώματα. Στο τέλος θα γίνουμε ένα. Διαλέγω την ελευθερία. Εσύ;

You are here