Ιστορίες σαϊτοπόλεμου

Γράφτηκε από Χρήστος Ζερίτης
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)

«Ρε, άμα δεν ήτανε τότε, το 1271, κείνος ο Βενετσάνος, δεν θα είχαμε σαϊτοπόλεμο στη Καλαμάτα σήμερα. Α΄ ρε μπάρμπα Μάρκο Πόλο ευτυχώς που δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου.

Σου κατσικόθηκε να πας ταξίδι στους σχιστομάτηδες οκτακόσια χρόνια πριν. Γούσταρες ταξίδια στας Ανατολάς, στας Άπω που λένε, και κουμπαριές με τον Κουμπλάι Χαν. Σ’ άρεσε εκεί ε΄. Καλά που δε σε τύλιξε καμιά ανατολίτισσα να τη παντρευτείς και να σε στέλνει κάθε Σάββατο στην αγορά να ψωνίζεις κιλότο. Άμα βέβαια την άραζες μόνιμα στα ξένα μέρη τι θα κάναμε μείς σήμερα; Αλλά μετά από 24 χρόνια τσάρκες βαρέθηκες να τρως φιδόσουπες και μάστακες. Επέστρεψες στη Βενετιά και έφερες του κόσμου τα καλούδια, μαζί τους και κείνο που αγαπήσαμε πολύ εμείς οι Καλαματιανοί.

Τ’ άπλωσες στο τραπέζι του Δόγη, και να μετάξια, και να μπαχάρια, και να και τούτο, και να και κείνο, και να το «μαύρο χώμα» που μυρίζει άσκημα.

-Ρε Μαρκοπολάκι, του είπε ο τρανός, τι το κουβάλησες τούτο το παλιόπραμα και βρώμισε ο τόπος. Τρώγεται; όχι. Αι πέτατο σαπέρα από το παλάτι και νομίζουνε οι αυλικοί πως… αερίστηκα.

-Τι λέτε μεγάλε Ηγέτα, του λέει ο ταξιδιάρης. Αυτό είναι το πιο πολύτιμο που κατόρθωσα να υποκλέψω από τους κιτρινιάρηδες και να το φέρω στην τρανότητά σας. Καθίστε να σας κάνω και μια επίδειξιν.

Και το βάζει, το μαύρο χώμα δηλαδή, σε ένα κατσαρολικό και… κάνει μπραφ ο Μάρκος, φουντώνει το υλικό που βρώμαε, και….. «γένηκε της Καλαμάτας».

-Αμάαανννν καήκαμε, φωνάζει ο Δόγης.

-Καήκανε οι οχτροί μας, του λέει ο πονηρός. Και του εξήγησε. Αυτό θα το λέμε στη γλώσσα μας POLVERE αφεντικό, και οι Έλληνες, όταν θα το πάρουνε στα χέρια τους, θα το πούνε «ΠΥΡΙΤΙΔΑ». Εμείς και θα την χρησιμοποιήσουμε αλλά και θα πουλήσουμε το κόλπο στους Ευρωπαίους και στα τουρκάκια, θα πάρουμε τη χαρτούρα τη χοντρή, και αυτοί θα φτιάξουνε, εκτός από ένα σωρό μάκαινες, όπλα και κανόνια για να σκοτώνονται μεταξύ τους και να λένε οι βασιλείς τους «ο θεός είναι μαζί μας», σε όλες τις γλώσσες, ή το άλλο «η δόξα στεφάνωσε τα όπλα μας» και θα λένε τα οθωμανάκια «ο πολυχρονεμένος μας πατισάχ τους πάτησε τους βυζαντινούς», και άλλες τέτοιες τσιριτζάντζουλες που τις χάφτει το πόπολο, θα μετράνε τους χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες και άμαχα αθρωπάκια και θα τους γράφουνε σαν αριθμό, σκέτο. «Είχαμε 500.000 νεκρούς, χώρια τ’ αλόγατα, αλλά κερίσαμε νίκην υπερήφανην». Μετά θα το πάρουνε κάτι κατώτεροι αρχόντοι και λοιποί, και θα φτιάξουνε fuochi d'artificio δηλαδής πυροτεχνήματα, θα τα αμπολάνε στους ουρανούς και θα λένε οι γριούλες τσ,τσ,τσ τιν΄τουτ’ το πραμ’; ο βελζεβούλης; Μετά θα το πάρουνε κάτι θρησκευόμενοι, θα το βάλουνε σε χοντρό καλάμι και θα το φουντώνουνε από μακριά στους επιτάφιους. Και μετά, σε μερικές εκατοντάδες χρόνια από σήμερις, θα περάσει στα Εφτάνησα και στη Δυτική Στεριά, θα πάει στο δυτικό Μοριά και εν τέλει θα το πάρουνε κάτι μαγκάκια καλαματιανοί και θα φτιάξουνε τις σαΐτες, καλαμένιες στην αρχή από χοντρό χαρτόνι αργότερα, μαζί και τα τρομπόνια. Βέβαια θα τόχουνε και κάτι ψευτοβιοτέχνες, θα το διπλώνουνε σε ίσκα, θα το δίνουνε στους ψιλικατζήδες και κείνοι θα το πουλάνε στα μειράκια των δημοτικών σχολείων, θα τα λένε «μπαλαφουμάδες», για να τα φουντώνει η πιτσιρικαρία και να χαίρεται η καρδούλα της. Κι όταν μεγαλώσουνε τούτα τα σκολιαρούδια και σφίξει το χεράκι τους, θ’ αρπάξουνε τις «σαΐτες με τις εφτά φωνές» και θα τις ρίχνουνε τη Κυριακή του Πάσχα να αγαλλιάζει ο σύμπας κόσμος, μα πιο πολύ αυτοί που τις κατασκευάσανε και είχανε την εξυπνάδα το σκέτο σαϊτάκι που παραλάβανε, το τσουουουουφφφ λαδή, να το κάνουνε σαΐτα να κελαηδάει, με φωνές και λαλίτσες, με τις πατέντες τους. Και θα βρούνε νέες λέξεις, αβιζιώτη, περμανίτη, καβίλιες και ένα σωρό άλλες που θα τις ξέρουνε και θα τις καταλαβαίνουνε μόνο αυτοί και το σινάφι τους. Και μυστικά πολλά θα ‘χει ο κάθε καπετάνιος που θα τα μολογάει μόνο στο ψυχογιό του.

Τούτα μου έλεγε ο Βαγγέλης ο Τρομπονέας (παρατσούκλι το επώνυμο λόγω τα τρομπόνια σα γιδοκέφαλα που έφτιαχνε), παιδί τζιμάνι, Φυτειώτης από τη Μάνη, ένα πρωινό που πίναμε καφεδάκι στην αγορά της Καλαμάτας, και του ζήτησα να μου πει περί «του εθίμου του σαϊτοπόλεμου εν Καλάμαις», όπως είχα διαβάσει ένα λογοτεχνικό σχόλιο του 1956. Γιατί ο Βαγγέλης χρόνια στα μπουλούκια, και τις έφτιαχνε και τις έριγνε και πρόλαβε και τους παλιούς. Και ήξερε τα πάντα, γιατί γνώριζε το σύμπαν και από το δημοτικό έμαθε δέκα ζεμπίλια γράμματα. –Σιγά μωρ’ Κατερίνα, είπε στη καφετζού που του ‘φερνε τον καφέ, μη παρακουνιέσαι και κόψει το καϊμάκι και χαθούνε οι μπουρμπουλήθρες. Φέρε και δυο μπακλαβαδάκια να φύγουνε τα ζαφείρια από τον καταπιώνα μου. Και συμπλήρωσε: σαΐτα ίσον το παν στη ζωή μου. -Γιατί; τον ρώτησα. -Γιατί πάππου προς πάππου τις ρίχνουμε. Όταν γεννήθηκα, ο παππούς μου μού ’βαλε δώρο στη νάκα τρεις σαΐτες και ο πατέρας μου δυο ψαροδυναμίτες. Γι αυτό. Θυμάμαι, συνέχισε, μια βολά μεταπολεμικά ο καπετάν Χρήστος ο Ρομπόγλου έριξε τρεις μαζεμένες. Δύο στα χέρια και την τρίτη τη μάγκωσε στο λυγισμένο γόνατο, τις φούντωσε μόνος του και έγινε χαμός. Απ’ τη φωτιά και τη δύναμη των σαϊτώνε δεν ξέραμε αν τις έριχνε ακόμα ή είχε ανατιναχτεί. Μόλις τέλειωσε και βγήκε έξω απ’ το ντουμάνι ατσάκιγος, μερακλωθήκαμε και του φωνάζαμε από όλα τα μπουλούκια «γεια σου μπάρμπα-Χρήστο ντερβισόμαγκα».

Μιαν άλλη χρονιά ο Κοτζαμάνης, ο Περχαβάνας και ο Παπαδάκος, θεός σχωρέστους, βάλανε στοίχημα ποιος θα ρίξει σαΐτα με περισσότερες φωνές. Στα πάτσι τους ήρθανε. Εννιά, και αβέρτες, ο καθένας. Αυτοί ήτανε άντρες μωρέ. Καϊνάρια και όχι μπουρούχες. Όχι σα κάτι σημερινούς «μαλλί αγγέλου» που φοβούνται και να πάνε να δούνε. Αλλά τι να πρωτοθυμηθώ. Άσε γιατί θυμήθηκα τους παλιούς, στεναχωριέμαι και θα με πάρουνε τα ζουμιά.

Ρούφηξε δυο σφυριχτές, άναψε τσιγάρο σέρτικο, πήγε να του φύγει ένα δάκρυ αλλά το ξαναμάζεψε μέσα στον καημό του, και συνέχισε:

-Τις γουστάρουμε τις σαΐτες. Γιατί είναι έθιμο, έτσι το παραλάβαμε και έτσι θα το δώσουμε στους επόμενους. Γιατί μας αρέσει να χορεύουμε «το ζεϋμπέκικο της φωτιάς» όταν τις ρίχνουμε. Γιατί η αρμονία στο χορό μαζί της είναι για τα φεστιβάλια. Γιατί όλο μας το σώμα ρυθμίζεται από την κίνησή της. Έρωτας, καψούρα που λένε. Κεφάλι, χέρια, πλάτες, γόνατα, πόδια, μα προπαντός το νιονιό αφοσιώνεται σε αυτήν. Γιατί έτσι το θέλουμε. Κανένα όφελος για μας, πολλά τα κερδημέικα για την παράδοση του τόπου μας, που ένα παλιό έθιμο επιβιώνει και δεν αναβιώνει. Μας το αφήκανε οι προσπαπούδες μας. Γιατί το έθιμο τόχε όλη η Καλαμάτα. Από τους βιομηχάνους μέχρι τους καροτσαρέους. Το ‘χανε για καλό να τις ρίξουνε κυριακοπασχαλιάτικα.

Γραβατωμένοι και φτωχαδάκια αγκαλιασμένοι, με φεσάκια και τραγιάσκες, γειτόνοι, σκέτοι γνωστοί, φίλοι και αδελφοποιητοί και κουμπάροι, μαζί στα καλά και στ’ άσκημα, άλλοι με φουστανέλες και σελάχια, όλοι αντάμα τη μέρα αυτή, ψυχωμένοι άντρες κι όχι λιανοτάρια, ντόμπροι και μπεσαλήδες άνθρωποι που δε κάνανε καλπουζανιές, να τις ρίχνουνε γιατί «έτσι έπρεπε», γιατί έτσι το βρήκανε το έθιμο και δεν σκεφτήκανε ποτέ να κάνουνε «άπωσον» από το καθήκον που πρόσταζε το παρελθόν.

 

Μετά τις ξεγυρισμένες μεσημεριανές πασχαλιάτικες μάσες «άντε ρε τελειώνετε, που φάγατε τον άμπακα, να πάμε στις σαΐτες». «Μα Πότη μου έχουμε καλεσμένους». «Πάρτους μωρέ μαζί και προχωράτε σβέλτα να πιάσουμε καλή θέση, να περάσει στο ρουθούνι μας η μπαρουτίλα να ευφρανθεί το μέσα μας, να χωνέψουμε και… ξανατρώμε μετά». Και ο κόσμος, οι θεατές εκεί. Παλαμάκια σε όλες τις σαΐτες, μα πιο πολύ στις «μπουμπούδες».

Α΄ ρε Μάρκο γιαλατζί μαγκάκι. Μας έβαλες σε μπελάδες να καθόμαστε στο κονάκι, επειδή το γουστάρουμε δηλαδή, μεγαλοβδομαδιάτικα και να ζυμώνουμε, και μείς, χαρμάνια με μπαρούτι-λαϊκιστή- και εγγλέζα, και πετρέλαια και λοιπές ντόπες. Ρε, αλχημιστές γίναμε. Αλλά το έθιμο, έθιμο. Διακόσια και, χρόνια το ‘χουμε στο τόπο μας. Εμείς μωρέ θα το σταματήσουμε;

Τόπε και ο πρόεδρος ο Νικόλας πού είναι και κομματάκι παραπάνω μορφωμένος από μας. «Άμα σβήσεις ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σα να σβήνεις ένα κομμάτι από το μέλλον». Εννόησες; κουβέντα πρόσβαρη πενήντα καντάρια, την είπε λέει ο Σεφέρης ο ποιητής. Μπράβο του και παίρνει βραβείο, αν δεν το ‘χει πάρει ακόμα».

Αυτά θα έγραφε ο αείμνηστος Νίκος Τσιφόρος στο βιβλίο του «τα παιδιά της πιάτσας» στο κεφάλαιο «ιστορίες περί καλαματιανής σαΐτας», άμα ήξερε πως υπάρχουν.

Και ο υπογράφων αφιερώνει το κείμενο σε όλους που ασχολούνται σήμερα με τον παραδοσιακό σαϊτοπόλεμο της Καλαμάτας, του Νησιού, της Θουρίας, του Άρι και της Αιθαίας και κρατάνε άσβεστο ένα έθιμο διακοσίων χρόνων και βάλε. Μα περισσότερο σε αυτούς που λείπουν από την παρέα μας και ιδιαίτερα στη μνήμη του αδελφικού φίλου Βασίλειου Χρ. Ρομπόγλου.-

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ. ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΛΕΒΕΝΤΟΠΑΙΔΑ.

 

Χρήστος Νικ. Ζερίτης

10.4.2012

Σχετικά άρθρα (βάσει ετικέτας)

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Ένα τσιγαράδικο στη στεριά Ψηφίζω, άρα υπάρχω (;) »
You are here