Αφού γεννιέσαι με αισθήματα γιατί επιτρέπεις στους άλλους να στα θάβουν όσο πιο βαθιά γίνεται; Τι είσαι άνθρωπε; Ποιος είσαι; Τι σε έκανε να είσαι παραπάνω από όλες τις υπάρξεις σε αυτό τον πλανήτη; Αναρωτήθηκες έστω μια φορά;
Για σένα…
Δεν τρελάθηκα ακόμα. Δεν ρωτώ γιατί έτσι μου τη βάρεσε. Είναι βράδυ πια, και πέρασα μια δύσκολη μέρα. Όπως οι περισσότεροι. Όμως σκεφτόμουν πως τα συναισθήματα με κάνουν να ηρεμώ. Γιατί όταν γυρνώ σπίτι ξέρω πως έχω ένα όμορφο πλάσμα να με περιμένει. Δυο μάτια που θα κοιτούν για πάντα εμένα, βυθίζοντας την αγάπη τους κατευθείαν στην καρδιά μου. Γιατί αυτή η τρυφερή μαλλιαρή αγκαλιά και αυτό το μικρό πλάσμα που ακούω την καρδιά του να χτυπά όταν με παίρνει αγκαλιά για να κοιμηθεί με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Και ναι βρε άνθρωπε. Είναι μια γάτα. Η Ζιζή μου, που μου έβγαλε συναισθήματα που κανένας άνθρωπος δε μπόρεσε. Και αυτό γιατί δε ζητά τίποτα μόνο να είναι μαζί μου (και να έχει αρκετό φαγητό στο πιάτο της αλλά ας μη μιλήσω και χαλάσω τη στιγμή). Μου έδειξε πώς να αγαπώ ανθρώπους, ζώα και φύση. Και για μένα είναι ό,τι πιο όμορφο υπάρχει. Γιατί έχει χαρακτήρα, 2 μεγάλα πράσινα μάτια, 2 τεράστια αυτιά και μια τεράστια κοιλιά. Δεν είναι ράτσα, αλλά τι με νοιάζει. Είναι η ράτσα της ζωής μου. Είναι ο λόγος που θέλω να γυρίσω σπίτι. Είναι η Ζιζή μου.
Δεν είναι όλα έτσι όμως εξ’ αρχής
Τίποτα δεν είναι όπως ηταν. Δεν αγαπούσα τα ζώα. Δεν ήξερα. Τα έβλεπα να πεινούν, να κρυώνουν και δεν έδινα σημασία. Άλλα ζητιάνευαν για ένα χάδι και άλλα για ένα απλό βλέμμα και ένα γλυκό λόγω. Δε με ένοιαζε τι ένιωθαν. Δεν ήξερα ότι ένιωθαν. Λυπάμαι που το λέω, αλλά ήμουν και εγώ μια από αυτές που κυνηγούσαν τα ζώα. Δε τα ήθελα. Ώσπου είδα ένα μικρό κεφαλάκι να ξεπροβάλει από την πόρτα. Και μετά την έπιασε λόξυγκας από τη λαιμαργία της να προλάβει να φάει ότι της έβαλα. Και όταν κοιμηθήκαμε μαζί για πρώτη φορά, όλο το βράδυ γουργούριζε κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα. Όσο χαζό και αν ακούγεται μου έκανε εντύπωση που άκουγα την ανάσα της, και που ένιωθα στο στήθος μου ένα μικρό, απαλό, τικ – τακ. Έχετε νιώσει ποτέ, πως κάποιος γεννήθηκε για εσάς; Για να σας συναντήσει; Αυτό ένιωσα και εγώ… Και είμαι εγώ για αυτή, και αυτή για μένα. Και το ξέρω! Με αγαπάει, και ας μη μου το λέει στη γλώσσα μου. Εξάλλου και οι άλλοι που το λένε, το εννοούν;
Αλλάζεις…
Έτσι κατέληξα να ταΐζω τα γατιά της γειτονιάς και μετά να περιθάλπουμε 2 όμορφα κακοποιημένα σκυλιά. Που μετά μεγάλωσαν και από φοβισμένα πλάσματα, έγιναν παιχνιδιάρικα και αγαπησιάρικα. Ο Κεν, ο Αργύρης και η Μπέμπα δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα με την Χοντρή και τη Λευκή. Και έτσι καταρρίψαμε το μύθο, σα το σκύλο με τη γάτα. Και ναι τώρα που το γράφω, ο Κεν κοιμάται αγκαλιά με τις μικρές επάνω. Ενώ η Αριελ, η αφεντικίνα του σπιτιού, καμαρώνει μέσα από το σαλόνι τους καινούριους της φίλους. Δεν είναι πια μόνη.
Μια φορά και έναν καιρό
Στο δικό μου κόσμο όλοι ζουν αρμονικά. Γιατί όλοι είμαστε συνδεδεμένοι. Όλοι είμαστε κομμάτια του άλλου. Και χωρίς τον άλλον, δε θα υπήρχες εσύ. Ναι χαρά μου, για σένα που άντεξες να φτάσεις στο τέλος και ξενέρωσες με τον υποτιθέμενο ρομαντισμό, λυπάμαι που είσαι ακόμα παγωμένος μέσα σου. Ποτέ δεν είναι αργά όμως. Να ξέρεις, πως έστω και ένας αν ξεκινήσει να προσέχει ένα τουλάχιστον ζωάκι μετά από αυτό το κείμενο, τότε ό,τι και να λες, εγώ είμαι κερδισμένη. Δεν μας έχουν μόνο αυτά ανάγκη ψυχή μου, αλλά και εμείς. Ας ζήσουμε εμείς καλά, και όλοι μας ακόμα καλύτερα… Τι λες; Θα τα καταφέρουμε;